σκάλος — ο σκάλισμα: Λίγες μέρες μετά το φύτεμα του καπνού αρχίζει ο σκάλος. – Πήγαν για σκάλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκάλος — ο, Ν το σκάλισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το ρ. σκαλίζω] … Dictionary of Greek